- Ὁρμᾶς
- Ὅρμήfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁρμᾶς — ὁρμᾶ̱ς , ὁρμάω set in motion pres ind act 2nd sg (doric) ὁρμᾶ̱ς , ὁρμάζω fut ind act 2nd sg (doric) ὁρμή rapid motion forwards fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμᾷς — ὁρμάω set in motion pres subj act 2nd sg ὁρμάω set in motion pres ind act 2nd sg (epic) ὁρμάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμάς — Ὁρμά̱ς , Ὅρμή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμάς — ὁρμά̱ς , ὁρμή rapid motion forwards fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμᾶις — ὁρμᾷς , ὁρμάω set in motion pres subj act 2nd sg ὁρμᾷς , ὁρμάω set in motion pres ind act 2nd sg (epic) ὁρμᾷς , ὁρμάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφλεκτος — ον, Α [περιφλέγω] αυτός που καίει από παντού («περιφλέκτους ὁρμάς»). επίρρ... περιφλέκτως με φλογερό πάθος … Dictionary of Greek
περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] … Dictionary of Greek
προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] … Dictionary of Greek
σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… … Dictionary of Greek
τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] … Dictionary of Greek